- θρησκηίῃ
- θρησκείαreligious worshipfem dat sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θρησκεία — Έννοια η οποία αναφέρεται σε μια σειρά αφενός νοητικών στοιχείων (δοξασιών), που σχετίζονται με την πίστη στο θείο και προϋποθέτουν αυθόρμητη αποδοχή, δηλαδή δεν είναι θεωρητικής ή επιστημονικής τάξης, αφετέρου σε μια σειρά θεσμών και πρακτικών… … Dictionary of Greek
dher-2, dherǝ- — dher 2, dherǝ English meaning: to hold, support Deutsche Übersetzung: “halten, festhalten, stũtzen” Material: O.Ind. dhar “hold, stop, bear, carry, prop, support, receive, hold upright “ (present mostly dhüra yati; perf. dadhü… … Proto-Indo-European etymological dictionary